ανθύπατος

ανθύπατος
ο ист. проконсул

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανθύπατος" в других словарях:

  • ἀνθύπατος — proconsul masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθύπατος — Διοικητικό αξίωμα της αρχαίας Ρώμης που το ασκούσε αυτός που αντικαθιστούσε τον ύπατο. Το αξίωμα αυτό το καθιέρωσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νάπολης, το 326 π.Χ., ο Κόιντος Πόπλιος Φίλων, που ήταν ύπατος εκείνο τον χρόνο. Επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθυπάτω — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθύπατον — ἀνθύπατος proconsul masc/fem acc sg ἀνθύπατος proconsul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτοιο — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτοις — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτου — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτους — ἀνθύπατος proconsul masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτων — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπάτῳ — ἀνθύπατος proconsul masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθύπατε — ἀνθύπατος proconsul masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»